κομψευόμενος

κομψευόμενος
-η, -ο
βλ. κομψεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κομψευόμενος — κομψεύω refine upon pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόμψευτος — η, ο (Α ἀκόμψευτος, ον) [κομψεύω] νεοελλ. (για πρόσωπα) ο μή κομψευόμενος, ανεπιτήδευτος αρχ. (για ύφος λόγου) απέριττος, απλός, φυσικός …   Dictionary of Greek

  • γκόμενος — ο (θηλ. γκόμενα, η) 1. εραστής 2. γοητευτικός, περιζήτητος στο άλλο φύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. γκόμενος < γκόμενα < ιταλ. gomena «σχοινί που δένεται η άγκυρα», μτφ. «η θηλειά που βάζει ο εραστής στον λαιμό του». Κατ άλλη ετυμολογία γκόμενος πιθ. <… …   Dictionary of Greek

  • κομψευτής — ο αυτός που ντύνεται κομψά ή με επιτηδευμένη κομψότητα, ο κομψευόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Άγγελο Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • κομψεύω — (Α κομψεύω) [κομψός] κάνω κάτι κομψό, προσδίδω κομψότητα σε κάτι νεοελλ. (συν. το μέσ.) κομψεύομαι 1. προσπαθώ να είμαι ή να φαίνομαι κομψός 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κομψευόμενος, η, ο ντυμένος με επιτηδευμένη κομψότητα αρχ. 1. μιλώ με κομψότητα …   Dictionary of Greek

  • λεοντιδεύς — ο (Α λεοντιδεύς, έως) μικρό λιοντάρι, λιονταράκι νεοελλ. κομψευόμενος νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, οντος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, ερωτ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • λιμοκοντόρος — ο 1. (σκωπτ.) νέος που κρύβει τη φτώχεια ή τις στερήσεις του κομψευόμενος και ερωτοτροπώντας με επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση 2. παλαιό μονόδραχμο χαρτονόμισμα («διπλός λιμοκοντόρος») το δίδραχμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμοκόντης <… …   Dictionary of Greek

  • ντιστεγκές — ο άκλ. 1. αυτός που έχει ευπρεπή, κομψή εμφάνιση και ευγενικούς τρόπους, κομψευόμενος νέος 2. ειρων. αυτός που προσποιείται ότι έχει λεπτούς τρόπους, που έχει επιτηδευμένα λεπτούς τρόπους 3. (ως επίρρ.) ντιστεγκέ χαριτωμένα, κομψά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • παπιγιονάκιας — και παπιονάκιας, ο [παπιγιόν] κομψευόμενος νεαρός με προσποιητά αριστοκρατική συμπεριφορά, δανδής …   Dictionary of Greek

  • τζιτζιφιόγκος — ο, Ν λιμοκοντόρος, κομψευόμενος άνδρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”